- μελανίας
- ο(μετεωρ.) παχύ στρώμα άμορφων, μελανών ή με βαθύ σταχτί χρώμα νεφών χαμηλού ύψους, ακαθόριστου σχήματος, το οποίο καλύπτει συνήθως ολόκληρο τον ουρανό και προκαλεί συνεχείς βροχές και χιόνια, αλλ. μελανία, η.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελανίας — μελανίᾱς , μελανία blackness fem acc pl μελανίᾱς , μελανία blackness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελανιά — και μελανία, η (ΑM μελανία) μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα νεοελλ. 1. μελανότητα τού δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα 2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
σωρειτομελανίας — ο, Ν (μετεωρ.) κύριος τύπος νεφών μεγάλης κατακόρυφης ανάπτυξης τών οποίων οι σωρειτόμορφες διαστρώσεις ανυψώνονται με τη μορφή ογκωδών ορέων ή τεράστιων πύργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωρείτης + μελανίας «παχύ στρώμα άμορφων μελανών νεφών»] … Dictionary of Greek